μαλακτήρ

μαλακτήρ
μᾰλακ-τήρ, ῆρος, ,
A one that melts and moulds,

χρυσοῦ μ. καὶ ἐλέφαντος Plu.Per.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακτῆρες — μαλακτήρ one that melts and moulds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτήρας — ο (Α μαλακτήρ, ῆρος) αυτός που μαλακώνει κάτι με κατεργασία νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο αναμιγνύονται ή ζυμώνονται διάφορα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάσσω + επίθημα τήρ (> τήρας), πρβλ. οδοστρω τήρ(ας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”